εκγερμανίζω

εκγερμανίζω
μετ. германизировать; онемечивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εκγερμανίζω" в других словарях:

  • εκγερμανίζω — 1. μεταβάλλω κάποιον σε Γερμανό ή αλλοιώνω κάτι και το καθιστώ γερμανικό 2. δίνω σε ξένη λέξη μορφή ή τύπο γερμανικής …   Dictionary of Greek

  • εκγερμανισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκγερμανίζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»